Skip to content
  • Αρχικη
  • Ποιοι Ειμαστε
  • Δημοσιευσεις
    • Περιοδικό
    • Βιβλία
    • Άρθρα
  • Ερευνα
    • Έρευνα 2023-24
    • Έρευνα 2024-25
  • Δραστηριοτητες
    • Mare Mediterraneum III
    • Mare Mediterraneum II
    • Mare Mediterraneum I
  • Επικοινωνια

Address
304 North Cardinal St.
Dorchester Center, MA 02124

Work Hours
Monday to Friday: 7AM - 7PM
Weekend: 10AM - 5PM

ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΜΕΣΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (ΚΕ.Α.ΜΕ.Π.)
  • Αρχικη
  • Ποιοι Ειμαστε
  • Δημοσιευσεις
    • Περιοδικό
    • Βιβλία
    • Άρθρα
  • Ερευνα
    • Έρευνα 2023-24
    • Έρευνα 2024-25
  • Δραστηριοτητες
    • Mare Mediterraneum III
    • Mare Mediterraneum II
    • Mare Mediterraneum I
  • Επικοινωνια
ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΜΕΣΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (ΚΕ.Α.ΜΕ.Π.)

Η επαναπροσέγγιση Σαουδικής Αραβίας-Ιράν, η εξωτερική πολιτική της Κίνας και η αντίδραση των Η.Π.Α.

Συγγραφέας
Κωνσταντίνος-Δημήτριος Τσιουμέλας, Ιάσων Χαλκίδης
Υποψήφιος Διδάκτορας Β.Σ.Α.Σ., Απόφοιτος Β.Σ.Α.Σ. & Πανεπιστημίου του Μάαστριχτ
Δημοσιεύτηκε
31/3/2022
στο keamep.gr

Εισαγωγή

Η κυρίαρχη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (Η.Π.Α.) στο παγκόσμιο διακρατικό γίγνεσθαι τα τελευταία χρόνια αμφισβητείται εντονότερα από ποτέ μέσα από την ανάδυση κρατών, που εξίσου διεκδικούν αυτόν τον ρόλο, αυξάνοντας την ισχύ τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η οποία έχει προχωρήσει σε μία πολυεπίπεδη ανάπτυξη και βρίσκεται πλέον σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τις Η.Π.Α.

Το παρών κείμενο ασχολείται με την επαναπροσέγγιση της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν, ως κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας, αλλά και την αντίδραση των Η.Π.Α. σε αυτήν. Αρχικά, μετά από χρόνια προβληματικών σχέσεων, οι δύο αυτοί περιφερειακοί αντίπαλοι συμφώνησαν τον Μάρτιο του 2023 να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους  με μια Συμφωνία ορόσημο με τη μεσολάβηση της Κίνας. Μία κίνηση, η οποία, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, απέδειξε τον ολοένα και πιο επιδραστικό ρόλο του Πεκίνου στην περιοχή, σε αντίθεση με τον μειωμένο ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Πεκίνο, λοιπόν, είναι έτοιμο να υποστηρίξει και τις δύο πλευρές στην καλλιέργεια καλών σχέσεων, προτρέποντας τη διεθνή κοινότητα να βοηθήσει τις χώρες της Μέσης Ανατολής να επιλύσουν τις διαφορές τους.

Συνεπώς, η ανάλυση που ακολουθεί προσπαθεί να παρουσιάσει τα παραπάνω ζητούμενα. Βέβαια, επειδή είναι ένα πρόσφατο ζήτημα, απουσιάζει η πολυάριθμη ακαδημαϊκή (ελληνόφωνη και ξενόγλωσση) βιβλιογραφία που διέπει άλλα σχετικά θέματα. Παρόλα αυτά, αξιοποιούνται τόσο αναλύσεις επί της επαναπροσέγγισης, όσο και ειδησεογραφικές πληροφορίες έγκυρων δημοσιογραφικών πρακτορείων, ώστε να αποκτήσουμε μία όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη εικόνα.

 

Η εξωτερική πολιτική της Κίνας

Η Κίνα, μετά την επικράτηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, προσπάθησε να μεγιστοποιήσει την ισχύ της, ώστε να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες. Σ παρατηρούμε την πληθυσμιακή της αύξηση (ως το δεύτερο πολυπληθέστερο κράτος του πλανήτη), την οικονομική  (ως η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως), την τεχνολογική (αν και περισσότερο σε επίπεδο κατασκευών, παρά σε τεχνογνωσία) και την στρατιωτική της ανάπτυξη (τρίτος ισχυρότερος στρατός παγκοσμίως). Όλα αυτά συμβαδίζουν με την υλικοτεχνική επέκταση της τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και σε άλλα κράτη,  μέσα από τις οικονομικές της επενδύσεις.Για παράδειγμα, στα κράτη της Νότιας Αμερικής αποτελεί τον κύριο επενδυτικό συνεργάτη τους. (Παπασωτηρίου, 2013, σσ. 347-369).

Βέβαια, ανέκαθεν η πολιτική της Κίνας ήταν κατά της ανάληψης στρατιωτικών και ιδεολογικών επιχειρήσεων, συμμετέχοντας, διαχρονικά, μόνο αν γνωρίζει ότι είναι ευνοϊκές οι συνθήκες. Ωστόσο, υπό την προεδρία του Σι Ζιπίνγκ υπάρχει αύξηση της διπλωματικής της δραστηριότητας, όπως η συμμετοχή σε διεθνείς συναντήσεις και Οργανισμούς ή η επαναπροσέγγιση με γειτονικές και μη χώρες (π.χ. στη σύνοδο των BRICS ή η ανάπτυξη στρατιωτικών βάσεων στο Τατζικιστάν). Επιπλέον, έχει ενισχύει τον ρόλο της ως διαμεσολαβητής σε διάφορες διενέξεις ή διαφορές (π.χ. σύγκρουση Ουκρανίας-Ρωσίας) (Yergin, 2020, σσ. 126-181). Στο πλαίσιο αυτό εμπίπτει και μεσολάβηση της Κίνας για την επαναπροσέγγιση Σαουδικής Αραβίας – Ιράν.

 

Οι σχέσεις Σαουδικής Αραβίας και οι Ιράν διαχρονικά

Η Σαουδική Αραβία και το Ιράν ανέπτυξαν διπλωματικές σχέσεις ήδη από τη δεκαετία του 1930, χωρίς, ωστόσο, αυτές να μετεξελιχθούν σε στενή συνεργασία, ενώ συχνά αντιμετώπιζαν προβλήματα. Πάντως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και τα δύο κράτη είχαν σαφή αντισοβιετική πολιτική, με αποτέλεσμα να βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο, υπό την αιγίδα των Η.Π.Α.

Παρόλα αυτά, από το 1979 και την Ιρανική Επανάσταση φάνηκαν οι πολυεπίπεδες διαφωνίες τους. Από τότε, λοιπόν, μέχρι και τις μέρες μας, οι εντάσεις μεταξύ αυτών των περιφερειακών αντιπάλων εμφανίστηκαν σε ζητήματα: δόγματος, ενεργειακής πολιτικής, σχέσεων με ξένα κράτη, αλλά και των περιφερειακών στόχων τους. Έτσι, μετά τη διακοπή των σχέσεων κατά την περίοδο 1987-1990 οι διαφορές τους συνέχισαν να υπάρχουν αλλά σε χαμηλότερα επίπεδα, οξύνθηκαν όμως τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το Ριάντ, μάλιστα, διέκοψε επίσημα τις σχέσεις με την Τεχεράνη πριν από επτά χρόνια.

Πιο συγκεκριμένα, οι δύο χώρες διέκοψαν τους επίσημους δεσμούς τους το 2016, αφότου η Σαουδική Αραβία εκτέλεσε τον σιίτη μουσουλμάνο ηγέτη Νιμρ αλ-Νιμρ. Ταυτόχρονα, Ιρανοί διαδηλωτές επιτέθηκαν στη διπλωματική αποστολή της Σαουδικής Αραβίας στην Τεχεράνη, πυρπολώντας το κτίριο της, με την τελευταία να ζητάει από τους Ιρανούς διπλωμάτες να φύγουν εντός σαράντα οχτώ ωρών από το σαουδαραβικό βασίλειο, ενώ εκκένωσε το προσωπικό της πρεσβείας της από την ιρανική πρωτεύουσα.

Επομένως, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίες βρισκόταν σε τέλμα για περισσότερα από σαράντα χρόνια, επιδεινώθηκε ιδιαίτερα, καθώς διακυβεύονταν αντιθετικοί στόχοι και σε άλλες περιφερειακές συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου στη Συρία και στην Υεμένη.  Στην τελευταία περίπτωση, άλλωστε, μάχεται το κίνημα Χούθι, που είναι ευθυγραμμισμένο με το Ιράν, με την κυβέρνηση της Υεμένης που υποστηρίζεται από τη Σαουδική Αραβία, μετά την κατάληψη της πρωτεύουσας Σαναά. Η Σαουδική Αραβία κατηγόρησε το Ιράν ότι εξοπλίζει τους Χούθι, οι οποίοι εξαπολύουν επιθέσεις με πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε πόλεις και πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του βασιλείου. Αποκορύφωμα των ενεργειών αυτών ήταν το 2019, όταν το Ριάντ κατηγόρησε  ευθέως το Ιράν για την επίθεση στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Aramco, οι οποίες έριξαν εκτός παραγωγής το ήμισυ της παραγωγής πετρελαίου της, αν και η Τεχεράνη αρνήθηκε. βέβαια, αυτές τις κατηγορίες. Αντιθέτως, το Ιράν κατηγόρησε τη Σαουδική Αραβία ότι υποστηρίζει εθνοτικές ομάδες αντιπολίτευσης στο Kordestan, το Baluchistan και άλλες ευαίσθητες επαρχίες του, μαζί με εχθρικά μέσα ενημέρωσης της ιρανικής διασποράς (Mabon, 2023, σσ. 51-76).

Παρόλα αυτά, η προσπάθεια των δύο χωρών να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους ήταν γνωστή, παρέμενε όμως στάσιμη. Επομένως, το ζητούμενο είναι ο ρόλος της Κίνας στη Συμφωνία, καθώς η ταχύτητα με την οποία προχώρησε η προσέγγιση αποτέλεσε έναν απρόβλεπτο παράγοντα. Εξ άλλου, η Κοινή Δήλωση, που δημοσιοποιήθηκε από τις τρεις χώρες, προμηνύει μια γεωπολιτική αλλαγή, που θα οδηγήσει την Κίνα στο να αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο σε μια περιοχή όπου οι Η.Π.Α. κυριαρχούσαν εδώ και πολύ καιρό, παραμένει αβέβαιος.

Η αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών έρχεται εν μέσω σημαντικών αλλαγών στη δυναμική ισχύος της περιοχής. Αρχικά, το Ριάντ συζητούσε την πιθανή επανέναρξη των προξενικών υπηρεσιών μεταξύ αυτού και της Δαμασκού. Εάν επιβεβαιωθεί, η αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και της Συρίας θα σηματοδοτήσει το πιο σημαντικό βήμα στον αραβικό κόσμο για την αποκατάσταση των δεσμών με τον πρόεδρο της Συρίας, Μπασάρ αλ Άσαντ. Ο Άσαντ απομονώθηκε από πολλά δυτικά και αραβικά κράτη μετά τη χρήση βίας από τις δυνάμεις ασφαλείας του εναντίον των διαδηλωτών, που προκάλεσαν τελικά τον πόλεμο του 2011. Επίσης, η Σαουδική Αραβία εργάζεται για την επανέναρξη των συν ομιλιών με την  Τουρκία μετά από χρόνια έντασης, που επιδεινώθηκε από τη βάναυση δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι από Σαουδάραβες πράκτορες στην Κωνσταντινούπολη.

Αλλά και το Ιράν διόρισε νέο πρεσβευτή στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (Η.Α.Ε.), ενώ οι δύο χώρες είχαν διακόψει τους δεσμούς τους το 2016, και άρχισαν πρόσφατα διαδικασίες επαναπροσέγγισης, με τα Η.Α.Ε. να διορίζουν, επίσης, πρεσβευτή στην Τεχεράνη πέρυσι. Παρόλα αυτά, το Ισραήλ εξακολουθεί να βλέπει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ως υπαρξιακή απειλή, ενώ από την πλευρά της, η Τεχεράνη κατηγορεί το Ισραήλ ότι σαμποτάρει το πυρηνικό της πρόγραμμα (International Crisis Group, 2023).

 

Η επαναπροσέγγιση Ριάντ – Τεχεράνης και οι στόχοι της

Στις αρχές Μαρτίου του 2023, εκπρόσωποι του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας συναντήθηκαν στο Πεκίνο για συζητήσεις με τη διαμεσολάβηση της Κίνας, ανακοινώνοντας ότι αποφάσισαν να ομαλοποιήσουν τις σχέσεις τους. Αυτή η Συμφωνία ορόσημο δύναται να μεταμορφώσει τη Μέση Ανατολή ευθυγραμμίζοντας εκ νέου τις μεγάλες δυνάμεις της, αντικαθιστώντας το σημερινό αραβο-ιρανικό χάσμα με ένα περίπλοκο δίκτυο σχέσεων και εντάσσοντας την περιοχή στις παγκόσμιες στρατηγικές στοχεύσεις της Κίνας.

Είχαν προηγηθεί το 2021 οι Η.Π.Α., οι οποίες είχαν ενθαρρύνει το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία να ξεκινήσουν συζητήσεις, σε μία προσπάθεια να μειώσουν τις εντάσεις μεταξύ των χωρών του Κόλπου, να προωθήσουν τις συνομιλίες πάνω στα πυρηνικά και να τερματίσουν τη σύγκρουση στην Υεμένη. Τα δύο κράτη διεξήγαγαν μεν πέντε γύρους απευθείας συνομιλιών, με τις άτυπες συνομιλίες να συνεχίζονται, αλλά τον Ιούλιο του 2022 ο Πρόεδρος των Η.Π.Α., Τζο Μπάιντεν, προέτρεψε το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (ΣΣΚ) να συνταχθεί με το Ισραήλ και να περιορίσει τις σχέσεις  του με το Ιράν.

Ωστόσο, η σαουδαραβική κυβέρνηση στράφηκε στην Κίνα, θεωρώντας τον Κινέζο Πρόεδρο Σι πίνγκ ως καλύτερο σύνδεσμο με την Τεχεράνη. Σύμφωνα με τους Σαουδάραβες, η εμπλοκή της Κίνας ήταν η πιο σίγουρη εγγύηση ότι μία Συμφωνία με το Ιράν θα διαρκέσει, καθώς η Τεχεράνη είναι απίθανο να διακινδυνεύσει τις σχέσεις της με το Πεκίνο παραβιάζοντας μια τέτοια Συμφωνία. Ο Σι συζήτησε το θέμα με τον Σαουδάραβα πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν κατά την επίσκεψή του στο Ριάντ τον Δεκέμβριο του 2022 και στη συνέχεια συναντήθηκε με τον Ιρανό Πρόεδρο Εμπραχίμ Ραΐσι στο Πεκίνο τον Φεβρουάριο του 2023.

Ακολούθησαν έντονες συζητήσεις μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, κατά τις οποίες οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην εξομάλυνση των σχέσεων τους. Και για τις δύο χώρες, η προσωπική παρέμβαση του Σι ήταν κρίσιμη, καθώς και οι δύο έχουν μακροχρόνιους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς με το Πεκίνο και, ως εκ τούτου, ο Κινέζος Πρόεδρος ήταν σε θέση να λειτουργήσει ως έμπιστος ενδιάμεσος μεταξύ τους (Fantappie & Nasr, 2023).

Ο υπουργός Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκιπας Φαϊσάλ μπιν Φαρχάν Αλ Σαούντ και ο Ιρανός ομόλογός του, Χοσεΐν Αμιραμπντολαχιάν, έδωσαν τα χέρια στην κινεζική πρωτεύουσα. Οι αξιωματούχοι δήλωσαν ότι συμφώνησαν να δώσουν συνέχεια στις ρυθμίσεις για να ανοίξουν ξανά τις διπλωματικές τους αποστολές, στην ιρανική και σαουδαραβική πρωτεύουσα αντιστοίχως, να ενθαρρύνουν τις επισκέψεις επίσημων και ιδιωτικών αντιπροσωπειών και να διευκολύνουν τη χορήγηση βίζας για Ιρανούς και Σαουδάραβες πολίτες. Συμφώνησαν, επίσης, να συζητήσουν την επανέναρξη των πτήσεων μεταξύ των χωρών τους, ενώ δόθηκε έμφαση στη σταθερότητα και τη βιώσιμη ασφάλεια, θέματα στα οποία υπήρξε συμφωνία.

Εάν η Συμφωνία εφαρμοστεί πλήρως, η Τεχεράνη και το Ριάντ θα ευθυγραμμίσουν τις πολιτικές τους. Η νέα Συμφωνία προβλέπει οτι και οι δύο πλευρές θα ανοίξουν ξανά τις πρεσβείες τους και η κυβέρνηση του Ριάντ θα σταματήσει την υποστήριξή της στο τηλεοπτικό κανάλι Iran International, που η Τεχεράνη θεωρεί υπεύθυνο για τις φωνές διαμαρτυρίας στην επικράτεια της. Επιπλέον, και οι δύο πλευρές θα τηρήσουν την εκεχειρία του Απριλίου του 2022 στην Υεμένη και θα αρχίσουν να εργάζονται για μία επίσημη ειρηνευτική Συμφωνία, με στόχο τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου στη χώρα. Το Ιράν θα σταματήσει να παρέχει όπλα στους αντάρτες Χούθι και θα τους πείσει να σταματήσουν τις πυραυλικές επιθέσεις τους στη Σαουδική Αραβία. Επίσης, η Συμφωνία απαιτεί ενισχυμένες οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις μεταξύ του Ιράν και των χωρών του ΣΣΚ, ενώ το  Ιράν και οι Άραβες εταίροι του θα πρέπει να ξεκινήσουν συζητήσεις για την οικοδόμηση ενός νέου περιφερειακού πλαισίου ασφάλειας, όπου η Κίνα θα συνεχίσει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο.

Επομένως, η συμφωνία αυτή έχει τη δυνατότητα να τερματίσει έναν σημαντικό ανταγωνισμό της περιοχής και να επεκτείνει τους οικονομικούς δεσμούς σε όλο τον Κόλπο. Αρχικά, το Ιράν θα έχει εταίρους για να αντιμετωπίσει μία πιθανή συμμαχία Αράβων και Ισραηλινών, την οποία και υποστήριζαν οι Η.Π.Α.. Η συμφωνία έχει τη δυνατότητα να φέρει το Ιράν πιο κοντά στους Άραβες γείτονές του και να σταθεροποιήσει σταδιακά τις σχέσεις του με τις χώρες της περιοχής. Η Σαουδική Αραβία, από την πλευρά της, έχει δεσμευτεί ότι, εάν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, είναι έτοιμη επενδύσει στην οικονομία του Ιράν.

Τόσο η Τεχεράνη όσο και το Ριάντ πιστεύουν ότι θα ωφεληθούν από τη συνεργασία μέσω της Κίνας για την αποκατάσταση των περιφερειακών σχέσεών τους. Το 2015 προτεραιότητα του Ιράν ήταν η βελτίωση των σχέσεων με τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη και θεωρούσε τις διαπραγματεύσεις με τους γείτονές της ως δευτερεύουσες. Το αποτέλεσμα ήταν το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPOA), το οποίο περιόρισε το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν με αντάλλαγμα την ελάφρυνση των πολυεπίπεδων κυρώσεων που του έχουν επιβληθεί. Αφότου ο Πρόεδρος των Η.Π.Α., Ντόναλντ Τραμπ, απέσυρε την αμερικανική υποστήριξη για το JCPOA το 2018, η Σαουδική Αραβία και το ΣΣΚ προσέγγισαν το Ισραήλ, μία κίνηση που επιταχύνθηκε από την επίθεση στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας το 2019, όπως ήδη αναφέρθηκε. (World Politics Review, 2023).

Το Ιράν, με τη σειρά του, μετέφερε την προσοχή του δίνοντας νέα έμφαση στη βελτίωση των σχέσεων με τους γείτονές του, αλλά και στο περιφερειακό εμπόριο. Για τον σκοπό αυτό, το 2022 η Τεχεράνη αποκατέστησε πλήρεις διπλωματικούς δεσμούς με το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (Η.Α.Ε.). Αλλά η συμφωνία του Πεκίνου με τους Σαουδάραβες είναι ο σημαντικότερος διπλωματικός στόχος που πέτυχε το Ιράν, διότι πρόκειται για ένα αληθινό άνοιγμα στον αραβικό κόσμο, το οποίο θα μπορούσε σύντομα να επεκταθεί στο Μπαχρέιν και την Αίγυπτο.

Η Τεχεράνη χαιρετίζει τον αυξανόμενο ρόλο της Κίνας στη Μέση Ανατολή, επειδή αποδυναμώνει την επιρροή των Η.Π.Α. στην περιοχή και υπονομεύει το καθεστώς κυρώσεων από την ηγεσία των Η.Π.Α. που έχει ακρωτηριάσει την οικονομία του Ιράν. Έτσι, οι καλύτερες σχέσεις με τις χώρες του ΣΣΚ πιθανώς θα μειώσουν την απειλή που προέκυψε από τις προηγούμενες Συμφωνίες, με τη διαμεσολάβηση της κυβέρνησης Τραμπ, (οι λεγόμενες Συμφωνίες του Αβραάμ) οι οποίες οδήγησαν σε στενότερη συνεργασία και στρατιωτικό συντονισμό μεταξύ του Ισραήλ, των Η.Α.Ε., του  Μαρόκου και του Σουδάν, επεκτείνοντας τον υπόγειο πόλεμο μεταξύ Ιράν και Ισραήλ στον Κόλπο. Από την πλευρά της η Σαουδική Αραβία αν και δεν υπέγραψε μία αντίστοιχη Συμφωνία με το Ισραήλ, φάνηκε έτοιμη να προχωρήσει σε αυτήν την κατεύθυνση.  Αν και το Ιράν μπορεί να είναι πρόθυμο να δεχτεί διμερείς σχέσεις μεταξύ του ΣΣΚ και του Ισραήλ, δεν θα μπορούσε να ανεχθεί μια αραβο-ισραηλινή στρατιωτική συμμαχία εναντίον του, που σαφώς υποστηρίζεται από τις Η.Π.Α. Μία τέτοια συμμαχία θα ήταν ακόμη πιο απειλητική για την Τεχεράνη μετά τις αποτυχημένες συνομιλίες για τα πυρηνικά με την κυβέρνηση Μπάιντεν, τις εσωτερικές πολιτικές διαμαρτυρίες, την αυξανόμενη ισραηλινή παρουσία στο Αζερμπαϊτζάν και το Ιράκ και την αυξανόμενη προθυμία της νέας υπερσυντηρητικής κυβέρνησης του Ισραήλ να εξετάσει λιγότερο ειρηνικές λύσεις, προκειμένου να σταματήσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (Fantappie & Nasr, 2023).

Για τη Σαουδική Αραβία, η συμφωνία υπό την αιγίδα του Πεκίνου αποτελεί μία πιο τολμηρή στρατηγική αλλαγή, καθώς οι σχέσεις μεταξύ Ριάντ και Ουάσιγκτον βρίσκονται σε ιστορικό χαμηλό. Η ικανοποίηση της Σαουδικής Αραβίας με την πολιτική των Η.Π.Α. στην περιοχή μειώθηκε από την εισβολή στο Ιράκ το 2003 και ύστερα. Αρχικά, το Ριάντ ήταν δυσαρεστημένο με την διάλυση της κυβέρνησης του Ιράκ, ενώ εξακολουθεί να είναι έντονα προβληματισμένο από τη Συμφωνία πάνω στα πυρηνικά και την απροθυμία των Η.Π.Α. να υποστηρίξουν τα συμφέροντα της Σαουδικής Αραβίας εναντί του Ιράν στη Συρία και την Υεμένη. Ανησυχούσε, επίσης, για την αποτυχία του να υπερασπιστεί το βασίλειο, όταν οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του δέχθηκαν επίθεση το 2019. Το Ριάντ θεωρεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες (ο κάποτε σταθερός σύμμαχός τους) επικεντρώνονται σε άλλες προτεραιότητες και δεν πιστεύει ότι η Ουάσιγκτον έχει ένα σαφές σχέδιο για την περιφερειακή ασφάλεια στον απόηχο των τελματωμένων πυρηνικών συνομιλιών με το Ιράν. Τέλος, οι ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας είναι επίσης δυσαρεστημένοι με την τρέχουσα ηγεσία στην Ουάσιγκτον, καθώς ο πρόεδρος των Η.Π.Α. άργησε να εξομαλύνει τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, αφού δεσμεύτηκε, ως υποψήφιος ακόμη, να αντιμετωπίσει το καθεστώς ως «παρία», μετά τη δολοφονία του Κασόγκι.

Χωρίς να διαθέτει τις προηγμένες στρατιωτικές δυνατότητες των μεγαλύτερων και πιο επιθετικών γειτόνων της, η Σαουδική Αραβία είχε πάντα εμμονή με τη δική της άμυνα. Η μείωση των εντάσεων με την Τεχεράνη δεν θα τερματίσει αυτές τις ανησυχίες, αλλά κερδίζει περισσότερο χρόνο, ώστε να ενισχύσει την ασφάλειά της και να διαφοροποιήσει τις στρατηγικές επιλογές της. Η επιθυμία για ασφάλεια οδήγησε τη Σαουδική Αραβία να επιδιώξει δεσμούς με το Ισραήλ την τελευταία δεκαετία, και η ίδια επιθυμία κινητοποιεί τώρα την καλλιέργεια σχέσεων με την Κίνα. Η στρατηγική του Ριάντ έχει σκοπό να εγγυηθεί την ασφάλειά του, συγκεντρώνοντας ένα ευρύ δίκτυο εταίρων, συμπεριλαμβανομένων της Κίνας, του Ισραήλ και των Η.Π.Α. και βελτιώνοντας τις σχέσεις με αντιπάλους, όπως το Ιράν, η Συρία και η Τουρκία. Η ηγεσία, λοιπόν, της Σαουδικής Αραβίας ελπίζει να στηρίξει τη μακροπρόθεσμη σταθερότητά της σε αυτά τα δεδομένα.

Άλλωστε, οραματίζεται να γίνει μία προηγμένη βιομηχανική οικονομία, καθώς και πολιτιστικός και τουριστικός κόμβος, έως το 2030. Ωστόσο, για να επιτευχθεί αυτό θα απαιτηθεί η στρατιωτική υποστήριξη των Η.Π.Α., η ασφάλεια και η τεχνολογία του Ισραήλ, οι εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη και την Κίνα και η εσωτερική σταθερότητα. Η στρατηγική της Σαουδικής Αραβίας, βέβαια, έρχεται σε αντίθεση με την αντίληψη της Ουάσιγκτον για την περιφερειακή ασφάλεια, η οποία ευνοεί την απομόνωση του Ιράν και δεν αποκλείει κάποια ένοπλη σύγκρουση, αν και δεν υπάρχει σαφές σχέδιο των Η.Π.Α.. Συνεπώς, το Ριάντ δείχνει ότι εάν η πολιτική των Η.Π.Α. δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Σαουδικής Αραβίας, τότε οι Σαουδάραβες δεν θα είναι υπόχρεοι της συμμαχίας.

Η Ουάσιγκτον άργησε επίσης να συνειδητοποιήσει ότι η Σαουδική Αραβία δεν βλέπει τον εαυτό της ως υποτελή ασφαλείας της, αλλά ως μία περιφερειακή δύναμη ικανή να διαδραματίσει ανεξάρτητο ρόλο στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Το όραμα της Σαουδικής Αραβίας για στρατηγική αυτονομία δεν είναι απλώς μία αντίδραση στη μείωση της εμπλοκής των Η.Π.Α. στη Μέση Ανατολή, αλλά μία δήλωση των φιλοδοξιών του βασιλείου. Το Ριάντ θέλει στενούς και ανεξάρτητους δεσμούς με τις Η.Π.Α., καθώς και με τη Ρωσία και την Κίνα. Θεωρεί, επίσης, ότι παίζει κρίσιμο ρόλο στην περιοχή, εξισορροπώντας την Αίγυπτο, το Ιράν, το Ισραήλ και την Τουρκία για να προστατεύσει τη δική της ασφάλεια και να ασκήσει περιφερειακή επιρροή. Για να διατηρήσει αυτή την σημαντική θέση, η Σαουδική Αραβία πρέπει να καλλιεργήσει τις σχέσεις με όλους τους γείτονές της.

Το 2022 το Ριάντ αποκατέστησε τους δεσμούς με την Τουρκία, κάτι που κάνει τώρα με το Ιράν. Στη συνέχεια θα είναι η σειρά του Ισραήλ. Οι σχέσεις με το Ιράν θα δώσουν στους Σαουδάραβες την τόσο αναγκαία πολιτική κάλυψη με τους συμμάχους τους, πράγμα που σημαίνει ότι μία συμφωνία με το Ισραήλ μπορεί να παρουσιαστεί ως διμερής Συμφωνία, παρά ως στρατιωτικός άξονας εναντίον μιας άλλης μουσουλμανικής χώρας. Η Συμφωνία του Πεκίνου επιβεβαιώνει την άποψη του Ριάντ για το καθεστώς της Μέσης Ανατολής και καταδεικνύει την στρατηγική του αυτονομία (Farouk, 2023).

Η εμπλοκή της Κίνας είναι ίσως η πιο ανησυχητική διάσταση της προσέγγισης Ιράν-Σαουδικής Αραβίας, καθώς το Πεκίνο προηγουμένως ήταν προσεκτικό, ώστε να αποφύγει την εμπλοκή του στη Μέση Ανατολή. Όμως, τα αυξανόμενα οικονομικά συμφέροντά του εκεί κατέστησαν αναγκαία για την Κίνα την ανάληψη διπλωματικού ρόλου. Επιπλέον, η Κίνα επεκτείνει σταθερά το οικονομικό της αποτύπωμα στο Ιράν και ενδιαφέρεται να υποστηρίξει το σχέδιο της Μόσχας να αναπτύξει έναν διακομετακομιστικό διάδρομο μέσω του Ιράν που θα επέτρεπε στο ρωσικό εμπόριο να φτάσει στις παγκόσμιες αγορές χωρίς τη χρήση της Διώρυγας του Σουέζ. Η ανάπτυξη αυτού του διαδρόμου θα επέτρεπε, επίσης, στην Κίνα να παρακάμψει το στενό της Μάλακας μπροστά στην αρμάδα που δημιουργούν οι Η.Π.Α. και οι σύμμαχοί τους. Για να προωθήσει αυτές τις στρατηγικές προτεραιότητες, το Πεκίνο ετοιμάζεται τώρα να αμφισβητήσει την επιρροή της Ουάσιγκτον στη Μέση Ανατολή.

Βραχυπρόθεσμα, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να υποστηρίξει τη μείωση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή, διότι επιτρέπει στις Ηνωμένες Πολιτείες να επικεντρωθούν σε άλλες παγκόσμιες προτεραιότητες χωρίς το πρόσχημα της σταθερής δέσμευσης στην περιοχή. Οι Η.Π.Α. θα πρέπει, επίσης, να ενθαρρύνουν τη Σαουδική Αραβία και το ΣΣΚ να διερευνήσουν μια ευρύτερη αρχιτεκτονική περιφερειακής ασφάλειας που θα μειώσει τον κίνδυνο πολέμου στην περιοχή, θα παρέχει ασφάλεια στη θάλασσα και θα συνεργαστεί για τον τερματισμό μακροχρόνιων περιφερειακών συγκρούσεων. Άρα, η Ουάσιγκτον πρέπει να διαμορφώσει πολιτικές που να είναι σε αρμονία με το πώς οι χώρες της περιοχής βλέπουν τώρα τα δικά τους συμφέροντα. Διαφορετικά, θα συνεχίσει να χάνει την επιρροή της από την Κίνα και τη Ρωσία και η περιοχή θα παρασυρθεί σε μονοπάτια εκτός του ελέγχου της. Οποιαδήποτε επανεκτίμηση της περιφερειακής τους στρατηγικής από τις Η.Π.Α. πρέπει να ξεκινά με την κατανόηση των πιέσεων και των ευκαιριών που έφεραν την ηγεσία του Ριάντ στο κατώφλι του Πεκίνου.

Ένα εξίσου σημαντικό ερώτημα είναι το εάν και σε ποιο βαθμό η Συμφωνία του Πεκίνου θα συμβάλει στη διαχείριση, ή ακόμη και στην επίλυση, συγκρούσεων σε άλλα μέρη της Μέσης Ανατολής. Οι ανταγωνιστικές περιφερειακές ατζέντες του Ριάντ και της Τεχεράνης έχουν επιδεινώσει καταστροφικούς πολέμους στην Υεμένη και τη Συρία και συνεχίζουν να τροφοδοτούν την αστάθεια στον Λίβανο και το Ιράκ. Αρκετά αραβικά κράτη του Κόλπου ανησυχούν εδώ και καιρό για άμεσες απειλές ή ακόμη και για επιθέσεις από Ιρανούς πληρεξουσίους, καθώς και για την υποτιθέμενη ιρανική υποστήριξη σε κινήματα αντιφρονούντων (Figueroa, 2023).

 

Συμπεράσματα

Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι, ενώ η μείωση της έντασης του περιφερειακού ανταγωνισμού μπορεί να βοηθήσει στον προσανατολισμό της πολιτικής ενέργειας στις βασικές εσωτερικές συγκρούσεις, η προοπτική ταχέων λύσεων παραμένει μικρή. Η προσέγγιση Ιράν-Σαουδικής Αραβίας μπορεί να μειώσει τις ανησυχίες για την ασφάλεια των αραβικών κρατών του Κόλπου. Ωστόσο, δεν μειώνει τον κίνδυνο κρίσης που προκαλείται από το ταχέως αναπτυσσόμενο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και την απειλή που συνιστά, ιδίως για το Ισραήλ, αλλά και για ορισμένους από τους γείτονες του Ιράν, συμπεριλαμβανομένης και της Σαουδικής Αραβίας.

Η σύγκλιση των ευρύτερων στρατηγικών συμφερόντων της Κίνας, του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας υποδηλώνει ότι η πρόοδος του Πεκίνου στις σχέσεις του με το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία είναι πιθανό να χρησιμεύσει ως το θεμέλιο μιας νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας στη Μέση Ανατολή. Φυσικά, δεν μειώνει σε καμία περίπτωση την απειλή που συνιστά η πυρηνική και περιφερειακή πολιτική του Ιράν.

Αυτός ο μετασχηματισμός παρουσιάζει μια ιστορική πρόκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν μπορεί πλέον η Ουάσιγκτον απλώς να απαιτεί από τους Άραβες συμμάχους της να αποσυνδεθούν από την Κίνα και να ενωθούν υπό την ηγεσία της για να πολεμήσουν το Ιράν. Αυτή η προσέγγιση είναι ξεπερασμένη και δεν συμβαδίζει με τις τρέχουσες ανάγκες των συμμάχων της. Οι Σαουδάραβες, συνεπώς, δεν βλέπουν τα συμφέροντά τους να εξυπηρετούνται ούτε από τον πόλεμο με το Ιράν ούτε από την αντιπαράθεση με την Κίνα.

 

Βιβλιογραφία

  1. Fantappie, Maria and Nasr Vali. “A New Order in the Middle East?”, Foreign Affairs, 2023, https://www.foreignaffairs.com/china/iran-saudi-arabia-middle-east-relations
  2. Farouk, Yasmine. “Riyadh’s Motivations Behind the Saudi-Iran Deal”, Carnegie Endowment for International Peace, 2023, https://carnegieendowment.org/2023/03/30/riyadh-s-motivations-behind-saudi-iran-deal-pub-89421
  3. Figueroa, William. “Iran-Saudi Normalization: A Regional Process with Chinese Characteristics”, Foreign Policy Research Institute, 2023, https://www.fpri.org/article/2023/03/iran-saudi-normalization-a-regional-process-with-chinese-characteristics/
  4. Mabon, Simon. The Struggle for Supremacy in the Middle East: Saudi Arabia and Iran. Cambridge: Cambridge University Press, 2023
  5. Παπασωτηρίου, Χαράλαμπος. Η Κίνα από την ουράνια αυτοκρατορία στην ανερχόμενη υπερδύναμη του 21ου αιώνα. Αθήνα: Ποιότητα, 2013
  6. The Editors. “Iran and Saudi Arabia Battle for Supremacy in the Middle East”, World Politics Review, 2023, https://www.worldpoliticsreview.com/israel-iran-saudi-arabia-battle-for-supremacy-in-the-middle-east/
  7. The Editors. “The Impact of the Saudi-Iranian Rapprochement on Middle East Conflicts”, International Crisis Group, 2023, https://www.crisisgroup.org/middle-east-north-africa/gulf-and-arabian-peninsula/iran-saudi-arabia/impact-saudi-iranian
  8. Yergin, Daniel. The new map: energy, climate, and the clash of nations. New York: Penguin Press, 2020

 

 

Κατεβάστε το άρθρο

Copyright © 2025  - Keamep.gr